- κίλλιος
- κίλλιος, -ία, -ον (Α) [κίλλος]αυτός που έχει το χρώμα τού όνου, κιλλός* («κίλλιον ἐσθῆτος χρῶμα», Πολυδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κίλλιον — κίλλιος ass coloured masc acc sg κίλλιος ass coloured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)